ενάφορμος

ενάφορμος
ἐνάφορμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από κάποια αφορμή, από κάποιο αίτιο, δικαιολογημένος, εύλογος, λογικός.
επίρρ...
ἐναφόρμως
με αφορμή, με αιτία, δικαιολογημένα, επομένως εύστοχα, κατάλληλα, στην κατάλληλη περίσταση, επίκαιρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”